αηδονοφωνούσα

αηδονοφωνούσα
η
η αηδονολαλούσα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός επιθ. < αηδόνι + φωνή + -ουσα, κατά το αηδονολαλούσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”